- γόμφαλο
- το (Μ γόμφαλον)λάβαρο τών ιταλικών δημοκρατιών στον μεσαίωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gonfalon].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομφαλονιέρος — ο [γόμφαλο] 1. στρατιωτικό αξίωμα στις ιταλικές δημοκρατίες στον μεσαίωνα 2. αυτός που κρατάει το γόμφαλο, το λάβαρο, στις εκστρατείες εν ονόματι τής παπικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek